- καυματηρός
- καυματηρός, -ά, -όν (Α) [καύμα]ο πολύ θερμός, ο πολύ ζεστός («δυσάερος οὖσα καὶ ὁμιχλώδης καὶ ἔπομβρος ἅμα καὶ καυματηρά», Στράβ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καυματηρός — very hot masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυματηρά — καυματηρός very hot neut nom/voc/acc pl καυματηρά̱ , καυματηρός very hot fem nom/voc/acc dual καυματηρά̱ , καυματηρός very hot fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυματηρῶν — καυματηρός very hot fem gen pl καυματηρός very hot masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυματηρόν — καυματηρός very hot masc acc sg καυματηρός very hot neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυματηροῖς — καυματηρός very hot masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυματηρᾶς — καυματηρός very hot fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek
καυματηράν — καυματηρά̱ν , καυματηρός very hot fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)